θέρμ'

θέρμ'
θέρμαι , θέρμα
fem nom/voc pl
θέρμᾱͅ , θέρμα
fem dat sg (doric aeolic)
θέρμαι , θέρμη
heat
fem nom/voc pl
θέρμᾱͅ , θέρμη
heat
fem dat sg (doric aeolic)
θέρμε , θέρμος
lupine
masc voc sg
θέρμε , θέρμω
heat
pres imperat act 2nd sg
θέρμε , θέρμω
heat
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • Θέρμ' — Θέρμαι , Θέρμη heat fem nom/voc pl Θέρμᾱͅ , Θέρμη heat fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοδόκη — η (θερμ. μηχ.) βοηθητικό εξάρτημα τών εγκαταστάσεων ατμού το οποίο αποτελεί δεξαμενή συγκέντρωσης τού νερού που προέρχεται από το ψυγείο τής εγκατάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + δόκη (< δέχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Геотермальный источник — …   Википедия

  • θέρμαψις — θέρμαψις, ἡ (Α) κάμινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + αψις (< άπτω «ανάβω»), πρβλ. άστρ αψις, έξ αψις] …   Dictionary of Greek

  • θερμοναστία — η η κίνηση των φυτικών οργάνων υπό την επίδραση τής θερμότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermonasty< thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + nasty (πρβλ. ναστία< ναστός «συμπιεσμένος, σταθερός» < νάσσω «συμπιέζω»)] …   Dictionary of Greek

  • θερμήλατος — θερμήλατος, ον (Μ) ο σφυρηλατημένος εν θερμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ήλατος < ελατός (< ελαύνω), με «έκταση εν συνθέσει» της α συλλαβής] …   Dictionary of Greek

  • θερμαεροθεραπεία — και θερμοαεροθεραπεία, η θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία γίνεται χρήση θερμού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + αεροθεραπεία* (πρβλ. θερμο αεροθεραπεία)] …   Dictionary of Greek

  • θερμαισθησία — και θερμοαισθησία, η φυσιολ. η αντίληψη τών αισθημάτων τού θερμού και τού ψυχρού, η ικανότητα στη διάκριση διαφορών θερμοκρασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermesthesia < therm (πρβλ. θερμ[ο] *) + αίσθησις (πρβλ. θερμοαισθησία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”